- ὀάρισμα
- ὀᾰρ-ισμα, ατος, τό,A familiar converse, in pl., Opp. C.4.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οάρισμα — ὀάρισμα, τὸ (Α) [οαρίζω] (Α) φιλική συναναστροφή, φιλική συνομιλία, ιδίως μεταξύ συζύγων και ερωτευμένων … Dictionary of Greek
ὀαρίσματα — ὀάρισμα familiar converse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οαρισμός — ὀαρισμός, ὁ (Α) [οαρίζω] οάρισμα* («αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek